- καράτι
- carat
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
καράτι — Μονάδα βάρους πολύτιμων λίθων· μονάδα μέτρησης του βαθμού καθαρότητας των κραμάτων χρυσού. Το κ. ως μονάδα βάρους χρησιμοποιείται σε όλους τους πολύτιμους λίθους, εκτός από τα μαργαριτάρια. Το μετρικό κ. καθιερώθηκε από την Δ’ Γενική Διάσκεψη… … Dictionary of Greek
καράτι — το (λ. λατ.), μονάδα για τη μέτρηση του βαθμού καθαρότητας των κραμάτων χρυσού: Είναι χρυσός 18 καρατιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαμάντι — Ορυκτό που αποτελείται αποκλειστικά από άνθρακα κρυσταλλωμένο στο κυβικό ή μονομετρικό σύστημα. Στην καθαρή του μορφή είναι άχρωμο. Η τυχαία παρουσία ξένων ουσιών τού προσδίδει ελαφρές ή έντονες αποχρώσεις, οι οποίες ελαττώνουν ή αυξάνουν την… … Dictionary of Greek
καρατάρω — 1. δοκιμάζω ώσπου να βρω την αναλογία, την κανονική δόση 2. υπολογίζω, εικάζω, συμπεραίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. caratare ή < καράτι] … Dictionary of Greek
κεράτιο(ν) — το (ΑΜ κεράτιον) 1. (υποκορ. τού κέρας) μικρό κέρατο, κερατάκι («γενέσθαι φυσικῶς καθ ἑκάτερον μέρος τών κροτάφων κεράτια», Διόδ.) 2. ο καρπός τού δέντρου κερωνία, δηλ. το ξυλοκέρατο, το χαρούπι («ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῡ ἀπὸ τῶν… … Dictionary of Greek
ξυλόκοκκον — ξυλόκοκκον, τὸ (Α) πολύ μικρή μονάδα βάρους, το κεράτιον, σημερ. καράτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + κόκκος «είδος μέτρου»] … Dictionary of Greek
τετρακέρατος — η, ο / τετρακέρατος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει τέσσερα κέρατα νεοελλ. αυτός που έχει τέσσερεις κεραίες μσν. αυτός που αξίζει τέσσερα κεράτια, τέσσερα καράτια («ἐπὶ τόκῳ τετρακεράτῳ τὸ νόμισμα ἀνὰ χρυσίου λιτρῶν δώδεκα», Θεοφάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
κιλό ή χιλιόγραμμο — (kilo). Διεθνής μονάδα μέτρησης μάζας και βάρους. Υποδιαιρείται σε 1.000 γραμμάρια και συμβολίζεται διεθνώς με kg. Παλαιότερα, το χιλιόγραμμο οριζόταν ως η μάζα μιας κυβικής παλάμης (ή ενός λίτρου) αποσταγμένου ύδατος, θερμοκρασίας 4°C. Σήμερα… … Dictionary of Greek
Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… … Dictionary of Greek